- διπληγία
- ηαμφίπλευρη παράλυση από εγκεφαλική βλάβη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διπληγία — η (ιατρ.), αμφίπλευρη παράλυση των άκρων ή του προσώπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)